- κορνέ
- το1. ειδικό σκεύος με το οποίο γίνεται το γαρνίρισμα τών γλυκισμάτων με σαντιγύ2. είδος γλυκίσματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cornet, υποκορ. τού corne «κέρας»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σμαρέλια, Αντόνιο — (Smareglia). Ιταλός συνθέτης (Πούα 1854 Γκράντο 1929). Σπούδασε στη Βιέννη και στο Ωδείο του Μιλάνου όπου είχε δάσκαλο το Φ. Φάτσιο. Ήταν ακόμα μαθητής όταν έγραψε το πρώτο του συμφωνικό έργο Ελεωνόρα (1877), που γνώρισε μεγάλη επιτυχία στο… … Dictionary of Greek